Ο όρος κρίση μπορεί να έχει ποικίλες έννοιες σε μια κοινωνία, νοώντας οικονομικά, περιβαλλοντικά, κυβερνητικά και εκπαιδευτικά προβλήματα. Βασική αιτία αυτής της κατάστασης αποτελεί κάποιο αγχογόνο ή επικίνδυνο γεγονός, ενώ καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η υποκειμενική αντίληψη και ερμηνεία του ατόμου για το γεγονός αυτό. Επομένως, το εάν το άτομο εισέλθει σε κατάσταση κρίσης ή όχι, εξαρτάται τόσο από το πόσο επικίνδυνο είναι το γεγονός, όσο και από το αν γίνεται αντιληπτό ως απειλή από το άτομο.
Οι κρίσεις θα μπορούσαν να διακριθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: στις εξελικτικές κρίσεις, οι οποίες αφορούν σε γεγονότα τα οποία χαρακτηρίζουν τη μετάβαση από το ένα εξελικτικό στάδιο της ζωής στο άλλο (π.χ. πρώτη φορά στο σχολείο, εφηβεία), και στις περιστασιακές ή τυχαίες κρίσεις, οι οποίες ορίζονται ως γεγονότα με απροσδόκητη φύση (π.χ. πυρκαγιά, απώλεια αγαπημένου προσώπου). Πιο συγκεκριμένα, οι περιστασιακές κρίσεις χαρακτηρίζονται για το αιφνίδιο του χαρακτήρα τους και για το ότι αλλάζουν σημαντικά την κατάσταση της ζωής των θυμάτων τους. Ξεσπούν από το πουθενά, θέτουν τα άτομα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και συνήθως επηρεάζουν ολόκληρη την κοινότητα. Μάλιστα, τις περισσότερες φορές καταλήγουν στην απώλεια κάτι πολύτιμου, είτε προσώπου είτε αντικειμένου, που μέχρι πρότινος θεωρείτο δεδομένο.
Η κατάσταση κρίσης συνεπάγεται έντονη αναστάτωση, ενόχληση, άγχος, αποδιοργάνωση και ανισορροπία. Το άτομο νιώθει ότι η ζωή του έχει αλλάξει ριζικά και αυτό του προκαλεί εξαιρετική ψυχολογική δυσφορία, η οποία απαιτεί άμεση αποφόρτιση. Έτσι, το άτομο αρχίζει να αναζητά νέες στρατηγικές επίλυσης προβλημάτων, προκειμένου να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Ωστόσο, αν και σε κάποιους η κρίση οδηγεί σε περαιτέρω ωρίμανση, προσαρμοστικότητα και ενδυνάμωση, σε κάποιους άλλους προκαλεί πλήρη αποδιοργάνωση και διάλυση, με αποτέλεσμα να βάλλεται η καθημερινή τους λειτουργικότητα. Αυτός ακριβώς είναι και ο ψυχολογικός κίνδυνος μιας κρίσης.
Στις περιπτώσεις που το άτομο «παγώνει» από τις αρνητικές επιπτώσεις μιας κρίσης και δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις νέες καταστάσεις από μόνο του, απαιτείται η παρέμβαση του ειδικού ψυχικής υγείας προκειμένου να παρασχεθεί η κατάλληλη υποστήριξη και καθοδήγηση, να εξεταστούν οι πιθανές λύσεις και να βοηθηθεί το άτομο ώστε να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο της κατάστασης.
Αναφορικά με τις αντιδράσεις των παιδιών σε καταστροφές, αυτές μπορεί να έχουν τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις. Πιο συγκεκριμένα, μερικά συνήθη συναισθήματα και συμπεριφορές των παιδιών μετά από κάποια κρίση είναι τα παρακάτω:
• Φόβοι και Άγχη. Αποτελούν φυσιολογική αντίδραση μετά από μια καταστροφή. Ο γονιός μπορεί να βοηθήσει το παιδί αντιμετωπίζοντας τους φόβους του ως πραγματικούς και δείχνοντας πως κατανοεί τα συναισθήματά του.
• Διαταραχές του Ύπνου. Συχνά, μετά από μια καταστροφή, το παιδί δεν θέλει να πάει για ύπνο, αρνείται να κοιμηθεί μόνο, θέλει το φως αναμμένο. Σε περιπτώσεις μάλιστα βαθύτερα ριζωμένων φόβων, μπορεί να βλέπει εφιάλτες, να έχει αϋπνίες και να βιώνει τρόμο κατά την ώρα του ύπνου. Ιδιαίτερα βοηθητική φαίνεται να είναι η δημιουργία μιας ρουτίνας ύπνου, της οποίας θα προηγούνται χαλαρωτικές δραστηριότητες της οικογένειας (π.χ. επιτραπέζιο παιχνίδι πριν από τον ύπνο, μπάνιο, ασκήσεις χαλάρωσης).
• Αποφυγή του Σχολείο / Σχολικές Φοβίες. Συχνά το παιδί αρνείται να πάει σχολείο φοβούμενο τον αποχωρισμό από τους γονείς και πως δεν θα τους βρεις όταν γυρίσει σπίτι. Είναι σημαντικό το παιδί να ενθαρρύνεται να πάει στο σχολείο, καθώς αυτό αποτελεί πηγή δραστηριότητας και θετικών συναναστροφών για το παιδί. Η συνεργασία δασκάλου – γονέα κρίνεται απαραίτητη.
Σε κάθε περίπτωση, προκειμένου να βοηθήσετε το παιδί σας:
• Μιλήστε του για το τι έγινε με τρόπο κατανοητό για την ηλικία του. Τα παιδιά έχουν ανάγκη από σωστή πληροφόρηση.
• Ενθαρρύνετε την έκφραση των συναισθημάτων του και μοιραστείτε μαζί του το πώς νιώθετε και οι ίδιοι.
• Καλό είναι να το αγκαλιάζετε συχνά και να του τονίζετε ότι βρίσκεστε κοντά του.
• Περάστε χρόνο μαζί του με διάφορες χαλαρωτικές δραστηριότητες προτού πάει για ύπνο.
• Ζητείστε τη βοήθεια ειδικού, εάν αντιληφθείτε ανησυχητικές συμπεριφορές εκ μέρους του παιδιού οι οποίες δεν υποχωρούν.